Σεβασμίως

Σεβασμίως
Σεβάσμιος
reverend
adverbial
Σεβάσμιος
reverend
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σεβάσμιος — α, ο / σεβάσμιος, ία, ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α [σεβασμός] άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας») νεοελλ. προσφώνηση τού προϊσταμένου τεκτονικής στοάς αρχ. 1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός …   Dictionary of Greek

  • σεβομένως — Α επίρρ. με σεβασμό, σεβασμίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεβόμενος τού σέβομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”